- σέρτικος
- -η, -ο, Ν [σέρτης (ΙΙ)]1. (για καπνό) βαρύς, δυνατός2. μτφ. (για πρόσ.) ο σέρτης (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σέρτικος — η, ο (λ. τουρκ.), τσουχτερός, βαρύς: Σέρτικα τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)